- οἰκιστήρ
- οἰκιστήρmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οικιστήρ — οἰκιστήρ, ήρος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. οικιστής, ιδρυτής πόλεως («τῆσδε χθονὸς οἰκιστήρ», Πίνδ.) 2. μτφ. ο οδηγός, αυτός που υποδεικνύει τον τόπο τού αποικισμού («καὶ Λιβύην ἐσιόντι κόραξ ἡγήσατο λαῷ δεξιὸς οἰκιστήρ», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκίζω … Dictionary of Greek
οἰκιστῆρα — οἰκιστήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιστῆρας — οἰκιστήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιστῆρι — οἰκιστήρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιστῆρος — οἰκιστήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)